αρχάγγελος

αρχάγγελος
archange

Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Regardez d'autres dictionnaires:

  • ἀρχάγγελος — archangel masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αρχάγγελος — Ο επικεφαλής, κατά τη χριστιανική θρησκεία, «των επουρανίων δυνάμεων». Α. είναι οι Μιχαήλ και Γαβριήλ, που εορτάζονται από την Ανατ. Ορθόδοξη Εκκλησία στις 8 Νοεμβρίου. Ο Αρχάγγελος σε φορητή εικόνα, έργο του 12ου αι. (Μοναστήρι του Χρυσοστόμου,… …   Dictionary of Greek

  • Αρχάγγελος — Sp Archángelas Ap Αρχάγγελος/Archangelos L P. Sporadų ss. (Rodo s.), Graikija …   Pasaulio vietovardžiai. Internetinė duomenų bazė

  • αρχάγγελος — ο ο αρχηγός των αγγέλων (ονομασία των αγγέλων Μιχαήλ και Γαβριήλ) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀρχάγγελον — ἀρχάγγελος archangel masc/fem acc sg ἀρχάγγελος archangel neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ουριήλ — Αρχάγγελος κατά τους Εβραίους. Σύμφωνα με τις θρησκευτικές δοξασίες της, ο Ο. έχει δικαιοδοσία τόσο στους ανθρώπους, όσο και στον Άδη. Θεωρείται «άγγελος του φωτός» και χαρακτηρίζεται «κύριος της δόξης». Ο Ο. δίδαξε στον Ενώχ την πορεία των φώτων …   Dictionary of Greek

  • ἀρχαγγέλοις — ἀρχάγγελος archangel masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀρχαγγέλου — ἀρχάγγελος archangel masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀρχαγγέλους — ἀρχάγγελος archangel masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀρχαγγέλων — ἀρχάγγελος archangel masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀρχαγγέλῳ — ἀρχάγγελος archangel masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”